- τσελίστας
- οο μουσικός που ξέρει να παίζει τσέλο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσελίστας — ο, Ν μουσικός που παίζει τσέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσέλο + κατάλ. ίστας (πρβλ. πιαν ίστας)] … Dictionary of Greek
Κέιλ, Τζον — (John Cale, Γκάρναντ, Ουαλία 1940 –). Ουαλός μουσικός. Σπούδασε μουσική στο κολέγιο Γκόλντσμιθς στο Λονδίνο και ξεκίνησε ως τσελίστας κλασικής μουσικής. Το 1963, εποχή κατά την οποία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αμερικανική αβανγκάρντ,… … Dictionary of Greek